- ιεροσκοπούμαι
- ἱεροσκοποῡμαι, -έομαι (Α) [ιεροσκόπος]εξετάζω τα σπλάχνα τών θυμάτων και με την εξέταση αυτή μαντεύω, προλέγω τα μέλλοντα («ἱεροσκοποῡμαι μόσχῳ» — μαντεύω από τα εντόσθια μόσχου, Διόδ. Σικ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.